γλυκίνη

γλυκίνη
Το απλούστερο άκυκλο αμινοξύ, με τύπο NH2CH2COOH (μερικές φορές λέγεται και αμινοξικό οξύ). Αποτελεί συστατικό των περισσότερων πρωτεϊνών, χωρίς όμως να θεωρείται βασική θρεπτική ουσία. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, διαλυτό στο νερό, με σημείο τήξης 235°C και πυκνότητα 1,595 gr/cm3 (15°C). Βρέθηκε για πρώτη φορά στα προϊόντα υδρόλυσης της κόλλας και γι’ αυτό ονομάζεται και γλυκόκολλα. Η γ. βρέθηκε ελεύθερη σε κατώτερους ζωϊκούς οργανισμούς, ενωμένη με χολικό και βενζοϊκό οξύ ως συστατικό της χολής και των ούρων. Παρασκευάζεται με υδρόλυση ζελατίνης ή φιβροΐνης του μεταξιού και, συνθετικά, από χλωροοξικό οξύ και αμμωνία. Είναι το μόνο αμινοξύ που δεν είναι οπτικά ενεργό, δηλαδή δεν περιέχει ασύμμετρο άτομο άνθρακα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή ρυθμιστικών διαλυμάτων, στην πεπτιδική σύνθεση, προσθετικό για να αποφεύγεται το τάγκιασμα των ζωικών και φυτικών λιπών και ελαίων (όχι πάνω από 0,01%) κ.ά. Ο διεθνής συμβολισμός της είναι Gly.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται …   Dictionary of Greek

  • ελαστίνη — Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή… …   Dictionary of Greek

  • υπεργλυκινουρία — η, Ν ιατρ. η παρουσία ασυνήθιστα υψηλής ποσότητας γλυκίνης στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperglycinurie (< υπερ * + γλυκίνη + ουρία)] …   Dictionary of Greek

  • φαινυλακετουρικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλακετουρικό οξύ» (βιοχ.) ακυλαμινοξύ και, συγκεκριμένα, ακυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος γλυκίνη, που σχηματίζεται στον οργανισμό για να διευκολύνει την απέκκριση τής δυσδιάλυτης λιπόφιλης ένωσης φαινυλοξικό οξύ με τα ούρα, αλλ …   Dictionary of Greek

  • φαινυλογλυκίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως φαινυλογλυκόκολλα ή ανιλινοξικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylglycine < phenyl (βλ. φαινύλιο) + glycine (βλ. γλυκίνη)] …   Dictionary of Greek

  • αίμη — Η προσθετική ομάδα της αιμοσφαιρίνης, δηλαδή το συστατικό που δεν είναι πρωτεϊνικό και μια σειρά άλλων λευκωμάτων αιμοπρωτεϊδών. Ως προς τη σύστασή της η α. είναι ένωση πρωτορφυρίνης με δισθενή σίδηρο. Η σύνθεση της α. στα σπονδυλόζωα γίνεται από …   Dictionary of Greek

  • βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων …   Dictionary of Greek

  • κολλαγόνο — Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”