σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται … Dictionary of Greek
ελαστίνη — Πρωτεΐνη (σκληροπρωτεΐνη) που βρίσκεται στους συνδετικούς ιστούς των διαφόρων ζώων, προσδίδοντάς τους ελαστικότητα. Περιέχει μεγάλα ποσά υδρόφοβων αμινοξέων, όπως γλυκίνη, προλίνη και λευκίνη. Σε υγρή κατάσταση μοιάζει με ελαστικό, ενώ σε ξηρή… … Dictionary of Greek
υπεργλυκινουρία — η, Ν ιατρ. η παρουσία ασυνήθιστα υψηλής ποσότητας γλυκίνης στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hyperglycinurie (< υπερ * + γλυκίνη + ουρία)] … Dictionary of Greek
φαινυλακετουρικός — ή, ό, Ν φρ. «φαινυλακετουρικό οξύ» (βιοχ.) ακυλαμινοξύ και, συγκεκριμένα, ακυλιωμένο παράγωγο τού αμινοξέος γλυκίνη, που σχηματίζεται στον οργανισμό για να διευκολύνει την απέκκριση τής δυσδιάλυτης λιπόφιλης ένωσης φαινυλοξικό οξύ με τα ούρα, αλλ … Dictionary of Greek
φαινυλογλυκίνη — η, Ν χημ. μονοκυκλική αρωματική οργανική ένωση, γνωστή και ως φαινυλογλυκόκολλα ή ανιλινοξικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenylglycine < phenyl (βλ. φαινύλιο) + glycine (βλ. γλυκίνη)] … Dictionary of Greek
αίμη — Η προσθετική ομάδα της αιμοσφαιρίνης, δηλαδή το συστατικό που δεν είναι πρωτεϊνικό και μια σειρά άλλων λευκωμάτων αιμοπρωτεϊδών. Ως προς τη σύστασή της η α. είναι ένωση πρωτορφυρίνης με δισθενή σίδηρο. Η σύνθεση της α. στα σπονδυλόζωα γίνεται από … Dictionary of Greek
βαζοπρεσίνη — Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων … Dictionary of Greek
κολλαγόνο — Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… … Dictionary of Greek